Περιγραφή
…θυμήθηκε εκείνη την ημέρα όπου, με την ψυχή στο στόμα και γεμάτη ελπίδες, μπήκε κάτω απ’αυτό το ναό που εκτείνονταν μπροστά της λιγότερο βαθύς από την αγάπη της και συνέχεια βάδιζε ζαλισμένη, ξεψυχισμένη κι έτοιμη να λιποθυμήσει. -Προσοχή! φώναξε μια φωνή που έβγαινε από μια μεγάλη πόρτα που άνοιγε.
Η Έμμα σταμάτησε για να βγει ένα μαύρο άλογο, ζεμένο σ’ένα αμαξάκι, που το οδηγούσε ένας κύριος ντυμένος με γουναρικό. Ποιος να ήταν; Τον γνώριζε…
Τ’αμαξάκι πέρασε με ορμή και χάθηκε.
Ναι, ήταν αυτός, ο υποκόμης! Γύρισε το κεφάλι, ο δρόμος ήταν έρημος κι ένιωσε τον εαυτό της τόσο αδύναμο, τόσο λυπημένο που ακούμπησε στον τοίχο για να μην πέσει κάτω.
(ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.